Συμφωνία με πολλά «αγκάθια»
Στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος με τον Πρωθυπουργό με θέμα τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας. Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία -υπό την αίρεση της έγκρισής της και από τις δύο πλευρές- σχετικά με τη μισθοδοσία των κληρικών και την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Σχετικά με το πρώτο θέμα έγινε δεκτό εκ μέρους της κυβέρνησης ότι το ελληνικό δημόσιο με τον αναγκαστικό νόμο 1731/1939 απαλλοτρίωσε μεγάλο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας και γι’ αυτό το λόγο, καταβάλλει επί δεκαετίες τη μισθοδοσία του κλήρου ως αποζημίωση. Με τη νέα συμφωνία έχουμε διαγραφή των κληρικών από τη Ενιαία Αρχή Πληρωμής και καταβολή των μισθών τους στο εξής από την επίσημη Εκκλησία και όχι από το Δημόσιο. Όμως, συμφωνήθηκε ότι το κράτος θα καταβάλει ετήσια επιχορήγηση ισόποση με το συνολικό ποσό της μισθοδοσίας στην Εκκλησία, η οποία στη συνέχεια θα επιφορτιστεί με το έργο της καταβολής των μισθών.
Το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας αποτελεί το δεύτερο «αγκάθι» που ταλανίζει τις σχέσεις κράτους-εκκλησίας για πολλά χρόνια. Συμφωνήθηκε η σύσταση Ταμείου Αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας που θα ασχοληθεί με την αμφισβητούμενη περιουσία που διεκδικεί το κράτος από την εκκλησία ή το αντίστροφο.
Οι νέες εξαγγελίες παρουσιάστηκαν από την κυβέρνηση σε πανηγυρικό τόνο και ως σημαντικό βήμα στο διαχωρισμό κράτους-εκκλησίας. Όμως για ποιον διαχωρισμό μιλάμε, όταν το δημόσιο εξακολουθεί «διά της τεθλασμένης» να καταβάλλει τους μισθούς των κληρικών αναθέτοντας το έργο στην ίδια την επίσημη Εκκλησία; Η δημόσια δαπάνη θα είναι ίδια, αλλάζει μόνο ο φορέας καταβολής της πληρωμής. Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος (ΙΣΚΕ). Οι κληρικοί μας είναι εύλογο να διαμαρτύρονται, διότι διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών και αισθάνονται ανασφαλείς νομικά, οικονομικά, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά. Είναι κι εκείνοι πολίτες αυτής της χώρας, έχουν οικογένειες και μάλιστα αρκετοί εξ αυτών πολύτεκνες –και όλοι ξέρουμε σήμερα πόσο σημαντικό και δύσκολο είναι αυτό-, πληρώνουν φόρους και βιώνουν τις συνέπειες της κρίσης. Χρειάζεται να αποσαφηνιστεί το νέο καθεστώς και να διασφαλιστεί η διαφάνεια της όλης διαδικασίας.
Παράλληλα η «θρησκευτική ουδετερότητα» που τονίζει με έμφαση η κυβέρνηση, θα πρέπει να διευκρινιστεί περαιτέρω ως προς το περιεχόμενό της, διότι ναι μεν η χώρα μας είναι θρησκευτικά φιλελεύθερη κατά το πρότυπο όλων των πολιτισμένων κρατών μελών της Ε.Ε., αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν ιδιαίτεροι ιστορικοί και παραδοσιακοί δεσμοί της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών με την Ορθοδοξία και έντονα ανεπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα χάρη στην παρουσία και πολύπλευρη δράση της Εκκλησίας σε όλες τις δύσκολες στιγμές του λαού μας.
Ευχή όλων είναι να συνεχιστεί εποικοδομητικά ο διάλογος κράτους-εκκλησίας με σεβασμό στην ιστορία και την παράδοσή μας, ώστε να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση της μεγάλης προσφοράς των κληρικών μας στην κοινωνία, χωρίς να πλήττεται το κύρος της Εκκλησίας και η αξιοπρέπεια του ιερού κλήρου.
Αιμιλιανός Κ. Ευαγγελινός
Καθηγητής Πληροφορικής
https://www.facebook.com/aimilianosevangelinos/